τρούφφα

τρούφφα
η трюфель

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τρούφφα" в других словарях:

  • τρούφφα — η, Ν (παλ. γρφ.) βοτ. βλ. τρούφα …   Dictionary of Greek

  • τρούφα — και παλ. γρφ. τρούφφα, η, Ν 1. (μυκητ.) κοινή ονομασία εδώδιμων και φημισμένων για τη γεύση τους υπόγειων σαπροφυτικών μυκήτων που έχουν κονδυλόμορφο σχήμα, σχηματίζουν μυκορριζικές σχέσεις με τις ρίζες διαφόρων δέντρων, κυρίως με τη δρυ, και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»